- φιλόμυρον
- φιλόμυροςloving unguentsmasc/fem acc sgφιλόμυροςloving unguentsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόμυρος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσουν οι αρωματικές αλοιφές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυρον αγάπη για τις αρωματικές αλοιφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μυρος (< μῦρον), πρβλ. ξηρό μυρος] … Dictionary of Greek